ἀνασπάσῃ

ἀνασπάσῃ
ἀνασπάσηι , ἀνάσπασις
drawing back
fem dat sg (epic)
ἀνασπά̱σῃ , ἀνασπάω
draw
aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀνασπά̱σῃ , ἀνασπάω
draw
aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνασπά̱σῃ , ἀνασπάω
draw
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀνασπάω
draw
aor subj mid 2nd sg
ἀνασπάω
draw
aor subj act 3rd sg
ἀνασπάω
draw
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάσπαση — η (Α ἀνάσπασις) η ενέργεια του ανασπώ, τράβηγμα προς τα επάνω, εξαγωγή από τη θήκη …   Dictionary of Greek

  • ξαγκίστρωμα — το [ξαγκιστρώνω] 1. η απαλλαγή από το άγκιστρο, απαγκίστρωση 2. (σχετικά με άγκυρα) ανάσπαση, ξεγάντζωμα 3. μτφ. το να γλιτώνει, να ξεφεύγει κάποιος από δύσκολη περίσταση …   Dictionary of Greek

  • σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • όνευος — το (Α ὄνευος, ὁ) [ονεύω] νεοελλ. ναυτ. είδος χειροκίνητου ή μηχανοκίνητου οριζόντιου βαρούλκου που χρησιμοποιείται στα μικρά εμπορικά πλοία για την ανάσπαση τής άγκυρας, κν. μανιβέλο ή πόμπα αρχ. είδος μηχανής που χρησιμοποιούνταν για την έλξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”